πεδαωριστής

πεδαωριστής
πεδᾱωριστής, οῦ, , [dialect] Aeol. or [dialect] Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεω- ριστής, Hsch. (fort.[pref] πεδαορ-). [full] πεδεινός,
A v. πεδιεινός. [full] πεδέπω, [dialect] Aeol. = μεθέπω (q.v.). [full] πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι 111, IV. 5 : [tense] aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id. ; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). [full] πέδευρα· ὕστερα ([dialect] Lacon.), Id., and [full] πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω ([dialect] Lacon.), Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεδαωριστής — και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α (αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. τού μετεωριστής με αντικατάσταση τού μετά από πεδά*] …   Dictionary of Greek

  • πεδαοριστής — ο βλ. πεδαωριστής …   Dictionary of Greek

  • πεδωριστής — ὁ, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. πεδαωριστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”